Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σβωλιάζω — Ν [σβώλος] 1. (μτβ.) μεταβάλλω κάτι σε βώλους 2. (αμτβ.) μεταβάλλομαι σε βώλους («σβώλιασε ο πουρές») … Dictionary of Greek
σβώλιασμα — το, Ν [σβωλιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβωλιάζω … Dictionary of Greek